-
1 γένειον
A part covered by the beard, chin, Od.16.176;πολιὸν γ. Il.22.74
; esp. in supplication,ἔλλαβε χειρὶ γενείου 8.371
;γ. χειρὶ παχείῃ ἁψάμενος 10.454
;γενείου λευκήρη τρίχα A.Pers. 1056
(lyr.), cf. Th. 666, Hdt.2.36: in pl., S.OT 1277, Plu.Ant.1;κείρασθαι τὰ γ. Id.Cat.Mi.53
: prov. of a lean animal, οὐδὲν ἄλλο πλὴν γ. τε καὶ κέρατα nothing but chin and horns, Ar.Av. 902.4 pl., teeth of a saw, Nic.Th.53.5 dub. sens. in IG11(2).165.11, 28 (Dclos, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γένειον
-
2 ἐρείδω
Aἔρειδον Il.13.131
: [tense] fut. , Aristid. Or.17(15).10 codd.: [tense] aor. 1 , Pl.Phdr. 254e, Ti. 91e ; [dialect] Boeot. [ per.] 3sg.εἴρισε Corinn.Supp.1.32
; [dialect] Ep. ἔρεισα ([etym.] ἐπ-) Il.7.269 : [tense] pf. ἤρεικα ([etym.] συν-) Hp.Morb.Sacr.7, ([etym.] προς-) Plb.5.60.8 ; butἐρήρεικα Dsc.Eup.1.84
, ([etym.] προς-) Plu.Aem.19:—[voice] Med., [tense] fut. ἐρείσομαι ([etym.] ἀπ-) Arist.Pr. 885b29, Plb.15.25.25 : [tense] aor. 1 , ([etym.] ἀπ-) Pl. R. 508d ; [dialect] Ep.ἐρ- Il.5.309
:—[voice] Pass., 3 [tense] fut.ἐρηρείσεται Hp.Mul.2.133
: [dialect] Ep. [tense] aor. 1ἐρείσθην Il.7.145
: [tense] pf.ἐρήρεισμαι Hdt.4.152
, Hp.Art.78 (but [ per.] 2sg.ἠρήρεισθα Archil.94
is from ἀραρίσκω) ; also ἤρεισμαι Ti. [dialect] Locr. 98e ( ἐρήρ- ib. 97e), D.S.4.12, Paus.6.25.5 ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] pf.ἐρηρέδαται Il.23.284
, 329, [dialect] Ep.ἐρήρεινται A.R.2.320
: [tense] plpf.ἠρήρειστο Il.4.136
; [ per.] 3pl.ἐρηρέδατο Od.7.95
,ἠρήρειντο A.R.3.1398
:—Hom. uses the augm. only in ἠρήρειστο, Hes.Sc. 362 in ἠρείσατο.—[dialect] Ep., [dialect] Ion., and poet. Verb, also found in Pl. and later Prose:—cause to lean, prop,δόρυ..πρὸς τεῖχος ἐρείσας Il.22.112
;θρόνον πρὸς κίονα μακρὸν ἐρείσας Od. 8.66
;πύργῳ ἔπι προὔχοντι..ἀσπίδ' ἐρείσας Il.22.97
; [νέκυας] ἀλλήλοισιν ἐ. piling them against each other, Od.22.450 ;ἐρείσατε..πλευρὸν ἀμφιδέξιον S.OC 1112
; πρὸς στέρν' ἐρείσας (sc. τοὺς παῖδας) E.HF 1362, cf. Ba. 684 ;τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν Pl.Phdr. 254e
;ἐ. τινὰ εἰς ἕδραν E.Heracl. 603
;τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν Pl.Ti. 91e
;ἐς χεῖρας ἐ. τι Theoc.7.104
;ἐ. τὴν κεφαλὴν ἐπὶ γῆς Pl.Ti. 43e
;τὸ γόνυ κατὰ τοῦ ἰσχίου Plu.Flam.20
;ῥόῳ ἔνι κάλπιν A.R.1.1234
: generally, fix firmly, plant,ἄγκυραν χθονί Pi.P.10.51
;εἰς γῆν ἐ. ὄμμα E.IA 1123
, cf. Aristid.Or.17(15).10 ;ἐπὶ χθονὸς ὄμματ' A.R.1.784
; ἐ. πόδας ἐς βένθος plant the foot firm, ib. 1010 : metaph., ἐ. τὰν γνώμαν fix one's mind firmly on a thing, Theoc.21.61.2 prop up, support, stay, ἀσπὶς ἄρ' ἀσπίδ' ἔρειδε, κόρυς κόρυν, ἀνέρα δ' ἀνήρ, of close ranks of men-atarms, Il.13.131 ;ἐπ' ἀσπίδος ἀσπίδ' ἔρεισον Tyrt.11.31
;πέλτην ἐρεῖσαι E.Rh. 487
;κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοιν ἐ. A.Pr. 352
.4 push, thrust,ὅπῃ κέ τις..ἐρείδῃ Emp.12.3
;ἔπη..ἤρειδε κατὰ τῶν ἱππέων
hurled forth..,Ar.
Eq. 627 ; :—[voice] Med.,ἔπος πρὸς ἔπος ἠρειδόμεσθ' Id.Nu. 1375
.5 infix, plant in,πλευραῖς ἔγχος S.Ant. 1236
; ἀνταίαν πληγήν inflict it, E.Andr. 844 (lyr.):—[voice] Pass., ἄλγημα ἐρηρεισμένον fixed pain, Gal.8.385.7 of wagers or matches, match, set one pledge against another, Theoc.5.24.II intr., press hard,ἀμφ' αὐτῷ πελεμίξαι ἐρείδοντες βελέεσσιν Il.16.108
; ;νέφος ἐ. ἐπὶ γῆν Plu. Num.2
;πνεῦμα κατὰ τῆς σχεδίας Id.Crass.19
; of an illness or pain, settle upon a particular part,νόσος ὁμότοιχος ἐ. A.Ag. 1004
(lyr.), cf. Ruf. ap. Orib.45.30.27, Gal.11.61 ; exert pressure: hence, rest,ἐπὶ τὸ ἔδαφος HeroAut.2.7
.2 set to work, fall to, esp. of eating, , cf. 25 (where, acc. to Sch., it is metaph. from rowers) ; .III [voice] Med. and [voice] Pass., prop oneself, lean upon, τῷ ὅ γ' ἐρεισάμενος (sc. σκήπτρῳ) Il.2.109;ἔγχει ἐ. 14.38
;ἐπὶ μελίης..ἐρεισθείς 22.225
: c. gen., ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ γαίης leant with his hand against the earth, 5.309 : abs., having planted himself firm, taken a firm stand,12.457
, cf. 16.736 ; of one fallen, , 11.144 ; οὔδεϊ..σφι χαῖται ἐρηρέδαται their hair rests on the ground, 23.284 ; γόνατος κονίαισιν ἐρειδομένου set, planted in.., A.Ag.64(anap.);τοῖσι γούνασι ἐρηρεισμένοι Hdt.4.152
;ταῖς χερσὶν ἐπὶ δόρατι ἠρεισμένος Paus.6.25.5
, cf. Corn.ND9 ; press closely, be tight, of bandages, Hp.Off.8 ; τοὺς ὀδόντας ἐρήρεισται has her teeth clenched, Hp. ap. Erot. (ξυνερήρ. codd. Hp.).2 to be fixed firm, planted, had been fixed,Il.
3.358, etc.; stand firmly fixed,23.329
;θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ' Od.7.95
;ἁ γᾶ ἐρήρεισται ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς Ti.Locr.97e
: abs., is set firm,A.
Ch. 646 (lyr.); opp. πλανᾶσθαι, Arist.GA 720a12; ἐρηρεικός, of a bone stuck in the throat, Dsc.Eup.1.84.3 ἐρείδεσθαι ναυαγίαις to be driven ashore in shipwreck, Pi.I.1.36.IV [voice] Med.,1 in recipr. sense, struggle one with another, Il.23.735 (v.l. ἐρίζεσθον).2 c. acc., support or set firmly for oneself,πλησίον ἠρείσαντο καρήατα Simon.172
; ;ἐπὶ γαῖαν ἴχνος AP12.84
(Mel.);ἐπὶ τοίχῳ λίθον Theoc.23.49
;ἐπὶ χειρὶ παρειήν A.R.3.1160
;χεῖρας σκηπανίῳ AP6.83
(Maced.); ἐπὶ σκίπωνος τὸ γῆρας ib.7.457 ([place name] Aristo); ἐς πόλον ἐκ γαίης μῆτιν ἐ. to raise one's thoughts.., ib.9.782 (Paul. Sil.). -
3 παχύς
A- έα Hp.Superf.21
), ύ, thick, stout,χειρὶ παχείῃ Il. 5.309
, etc. ;παχέος παρὰ μηροῦ 16.473
;παχὺν αὐχένα Od.9.372
;π. πούς Hes.Op. 497
; of trees, ib. 509 ;ῥίζα Thphr.HP6.3.1
; later of persons, περὶ σφυρὸν παχεῖα, μισήτη γυνή thick-ankled, Archil.184 ; fat,οἱ παχύτατοι τῶν παίδων Hp.Aph.3.25
; π. γυνή Id.Superf. l.c.; χοῖρος π., ὗς π., Ar.Ach. 766, Men.21 : metaph., of soil, rich, fertile, X.Oec.17.8 ([comp] Comp.) ; π. τράπεζα a well-spread table, Philostr. VA3.26. Adv., παχέως διαιτᾶσθαι ibid.2 of inorganic things, thick, massive,π. λᾶας Il.12.446
;σκῆπτρον 18.416
;αὐλὸς αἵματος Od.22.18
;θρυαλλίδες Ar.Nu.59
; ; π. δραχμή a thick drachma, i. e. the Aeginetan, which weighed more than the Attic, Poll.9.76, or (Hsch.), = δίδραχμον ; thick, coarse, opp.λεπτός, ἱμάτιον Pl.Cra. 389b
, cf. Poll.7.57,61, etc.; χλαῖναν.. παχεῖαν ἐπιβαλῶ Λακωνικήν Theopomp. Com.10 ; of hair, Arist.HA 502a26 ; π. τὴν σάρκα, of the pig, Jul.Or.5.177c. Adv. coarsely, roughly, of stating or arguing, παχέως ὁρίζεσθαι, prob. for ταχέως, Arist.Pol. 1275b25 ; παχύτερον or - έρως, Pl.Plt. 294e, 295a.3 of liquids, thick, curdled, clotted,αἷμα Il.23.697
;ἀπορρέει.. παχὺ καὶ μέλαν Hdt.4.23
; of marshwater, Hp.Aër.7 ; of urine, Id.Prog.12 ;τὸ παχύτερον τῶν γαλάκτων Arist.HA 521b28
;τὸ παχὺ τῆς δυνάμεως [τῶν οἴνων] Ath.1.33b
.b τὰ παχέα καλούμενα νοσήματα, of certain diseases supposed to be due to thickened phlegm, Hp.Int.47,al.4 in Com., fat, great, π. πρᾶγμα, χάρις, Ar.Lys.23, Ec. 1048.5 of timbre, thick, opp. λεπτός, Arist.Aud. 803b29, cf. 804a10 ([comp] Comp.). Adv.,κορώνη παχέα κρώζουσα Arat.953
.6 of speech, coarse, heavy,διάλεκτος παχυτέρα D.H.Pomp.2
;παχύτερος τὴν λέξιν Id.Is.19
;παχύτερον ποιεῖν τὸν λόγον Hermog.Id.1.6
.7 of flame, dull, Thphr.HP5.9.3.II οἱ παχέες men of substance, the wealthy, Hdt.5.30,77,6.91 ; ; ὃς ἂν ᾖ π. Id.Eq. 1139 ; ἀνὴρ π. Id.V. 287 ; cf. πάχης.III Com. and Prose, thick-witted, gross, stupid, ἀμαθὴς καὶ π. Id.Nu. 842 ;τὸ τῶν παχυτέρων πλῆθος Phld.Rh.1.202
S.; π. καὶ ἠλίθιοι, π. καὶ ἀπαίδευτοι, Luc.Alex.9,17 ;ἐς τὰς τέχνας π. καὶ οὐ λεπτοὶ οὐδὲ ὀξέες Hp.
Aër.24 ;π. τὴν μνήμην Philostr.VS2.1.10
; π.λόγος Gal.8.606
. Adv.,παχύτερον ἔχειν τῆς ἀκοῆς Hld.5.18
.IV prov., πηλοῦ παχύτερος, of a dullard, Eun.Hist.p.265 D.V Adv. - έως, v. supr. -
4 ἐπιείσομαι
A rush, hasten to or against,τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω Il.11.367
; ἀγροὺς ἐπιείσομαιἠδὲ βοτῆρας Od.15.504
; ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃἤλασε Il.21.424
(v.l. ἐπερεισαμένη). (Cf.ε'ἴσομαι 11
: perh. [tense] fut. and [tense] aor. of ([etym.] ἐπι-) (ϝ) ίεμαι.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιείσομαι
См. также в других словарях:
CLAVIS — I. CLAVIS Graece κλεὶς, Ionice κληῒς, unde κλαῒς et κλαβίς, et hinc Romanum Clavis, modo claustrum, modo clavem notat. Aratus, κληϊίδι ςθύρην ἔντοςθ᾿ ἀραρις̔αν Δικλϊδα. Ubi κληῒς, claustrum est, τὸ ἀσφάλισμα τῆς ςθύρας, adeoque idem quod ὀκεὺς.… … Hofmann J. Lexicon universale
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… … Dictionary of Greek